οθόνιο(ν)

οθόνιο(ν)
το (Α ὀθόνιον και ὀθόνειον) [οθόνη]
1. τεμάχιο οθόνης, τεμάχιο λεπτού λινού υφάσματος, λινό ύφασμα
2. στον πληθ. τα οθόνια
λινοί επίδεσμοι ή ξαντό για τα τραύματα
αρχ.
1. ύφασμα κατάλληλο για την κατασκευή ιστίων πλοίου
2. στον πληθ. α) λινά ενδύματα
β) πετσέτες προσώπου, προσόψια
3. φρ. «ὀθόνιον Σηρικόν» — το μετάξι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”